Σελίδες

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Πλεονασματικές προσδοκίες

«Με τους αριθμούς και την ονοματοδοσία οι άνθρωποι αποκτούν έλεγχο επί του κόσμου»
Oswald Spengler, «Η παρακμή της Δύσης»
Ο Spengler όμως, ενενήντα χρόνια πριν, εννοούσε αριθμούς που αποτυπώνουν με αυστηρή ακρίβεια τα ανθρώπινα δεδομένα.
Όπου το 1 είναι 1, όχι 0,7 ή 1,2. Λόγου χάριν, κάποιος έχει ένα ή δύο ή τρία παιδιά. Το γεγονός, με την απόλυτη αριθμητική του αποτύπωση, δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και απαγορεύει μαθηματικές άρα και κοινωνικές σχετικότητες.
Το ίδιο οφείλει να συμβαίνει με τον αριθμό των χρημάτων που κάποιος, άτομο ή συλλογικότητα, διαθέτει. Όπως έγραψε ένας άλλος Μεσευρωπαίος, ο Μίλαν Κούντερα, «η γιαγιά μου, στην Μοραβία των αρχών του 20ού Αιώνα, μπορούσε να πει πότε η οικονομία της χώρας πήγαινε καλά: όταν η τσέπη της ήταν γεμάτη!».
Αλλά μεσολάβησε ο 20ος Αιώνας, η ραγδαία άνοδος των Οικονομικών με τα τερτίπια που αυτή εισήγαγε, τα οποία μετέτρεψαν τις πραγματικές οικονομικές συνθήκες σε λογιστικές απεικονίσεις, ερμηνευόμενες κατά το πολιτικό δοκούν.

Εδώ ο Βαρουφάκης έχει δίκιο όταν λέει, αναφερόμενος στον κλάδο του, ότι οι οικονομολόγοι που τοποθετούνται επί δημοσιονομικών θεμάτων οφείλουν να δηλώνουν και τις πολιτικές τους πεποιθήσεις – αλλοιώς να συλλαμβάνονται από την αγορανομία. Είναι οι πολιτικές θέσεις που υπαγορεύουν την ερμηνεία των αριθμών.

Η «ερμηνευσιμότητα» των αριθμών, μαζί με το εφιαλτικό new talk, όπου για παράδειγμα ο «άνεργος» μετονομάστηκε σε «απασχολήσιμο», προκάλεσαν, τουλάχιστον στον μέσο άνθρωπο, πλήρη σύγχυση. Εννοείται, σε ό,τι αφορά τα δημόσια οικονομικά. Γιατί όσον αφορά τα ιδιωτικά τους οικονομικά, οι άνθρωποι και σήμερα λίγο διαφέρουν από την γιαγιά τού Κούντερα : αποτιμούν την εθνική οικονομική συγκυρία ανάλογα με την προσωπική τους ευμάρεια ή ανέχεια.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα κάπου απέκλινε από την ουσία του.

Το ζήτημα έχει τέσσερεις, βασικές διαστάσεις.

Το πνεύμα με το οποίο εισήχθη στον δημόσιο διάλογο, την αντιστοίχηση λογιστικής με οικονομική πραγματικότητα, τις προσδοκίες που γέννησε και την πολιτική διαχείριση του.

Ας τα εξετάσουμε ένα-ένα.

Πρώτον, ορθά ο πρωθυπουργός απευθύνθηκε με πνεύμα αισιοδοξίας πρωταρχικά μεν στους Έλληνες, απευθυνόμενος όμως κυρίως, σε δεύτερο επίπεδο, στους δανειστές και στις αγορές, από όπου μελλοντικά προσδοκά δανεισμό. Ο συγκεκριμένος χειρισμός δεν λογίζεται συγκάλυψη της πραγματικότητας για πολιτικά οφέλη αλλά θεσμική υποχρέωση. Όταν μιλάει ο –εκάστοτε- πρωθυπουργός, μιλάει η Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι σκόπιμο από τού στόματος του να μεταφέρεται διεθνώς μια δυσοίωνη εικόνα, η οποία θα επιβαρύνει την αντίληψη για τα ελληνικά πράγματα στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι.

Αν ο πρωθυπουργός μιας χώρας δεν εκφράσει την απαραίτητη για έξοδο από την κρίση συλλογική ικμάδα, η χώρα θεωρείται νεκρή.

Το ότι γνωρίζει την πραγματική κατάσταση δηλώνεται από την αποστροφή του «νομίζετε εγώ δεν βλέπω…;». Όμως, ποιος λησμονεί ότι ο ανθελληνικός ορυμαγδός διεθνώς, που και τα επιτόκια «εκτόξευσε» και επακόλουθα επέβαλε τα Μνημόνια ως «αναγκαία», πυροδοτήθηκε από την εγκληματική συμπεριφορά του Γιώργου Παπανδρέου, ο οποίος όπου βρισκόταν κατήγγειλε και καθύβριζε την χώρα της οποίας εξελέγη κυβερνήτης.

Δεύτερον, η αδήριτη πραγματικότητα όταν χρωστάς 321 δις είναι ότι και να έχεις πλεόνασμα 3 δις πάλι οφείλεις 318. Επίσης, η μέθοδος με την οποία εξάγεται αυτό το πλεόνασμα αποτελεί δείγμα μιας εσκεμμένα παρανοϊκής πολυπλοκότητας περί την αποτύπωση των δημοσιονομικών μεγεθών. Επισημαίνοντας δύο μόνο λογαριασμούς, όταν δεν συνυπολογίζονται εκκρεμείς οφειλές του Δημοσίου και τοκοχρεωλύσια το προκύπτον πλεόνασμα αμφισβητείται.

Όμως η μέθοδος γίνεται διεθνώς αποδεκτή και τα προκύπτοντα μεγέθη αποτυπώνουν τις επιδόσεις των εθνικών οικονομιών, με βάση τις όποιες καθορίζονται οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Είναι, αν θέλετε, μια νόμιμη υποκρισία, ένα καθεστώς που κάλλιστα θα λεγόταν «τα κατά συνθήκην οικονομικά ψεύδη». Τα μετέρχονται όλοι και αποκαλυπτικός είναι ο Νίκος Χριστοδουλάκης στην ανοιχτή του επιστολή προς την Μερκελ :

«1. Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα για να μπει στην ΟΝΕ έκανε χρήση των ελαστικών κριτηρίων του Μάαστριχτ το 1999. Με τη διαφορά ότι δεν τα έκανε ελαστικά ο Σρέντερ για να βοηθήσει την Ελλάδα, αλλά ο μέντοράς σας, ο Χέλμουτ Κολ, για να βοηθήσει τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο, και προπάντων τη Γερμανία, που τότε είχαν είτε μεγάλα ελλείμματα είτε μεγάλα χρέη. Αν δεν άλλαζαν, από τον αρχικό πυρήνα της Ένωσης θα έμπαιναν στην ΟΝΕ μόνο η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο και το ευρώ θα γινόταν το πιο σύντομο ανέκδοτο.

2. Γνωρίζετε ασφαλώς τις αγωνιώδεις μεταλλάξεις που έκαναν οι παραπάνω χώρες για να μπορέσουν να ικανοποιήσουν έστω και τα ελαστικά κριτήρια. Η Γαλλία έβγαλε τα ασφαλιστικά ταμεία από το Δημόσιο, το Βέλγιο εξαγόρασε τον χρυσό της Κεντρικής Τράπεζας, η δική σας χώρα έβγαλε τα νοσοκομεία από τον προϋπολογισμό και απέκρυψε τα δημοσιονομικά ελλείμματα των Κρατιδίων».

Η Ελλάδα σήμερα πασχίζει να εκπέμψει ένα θετικό σήμα, καθώς η πλοήγηση στην παγκόσμια οικονομία συνιστά μια ισορρόπηση πάνω στο σκοινί της –όποιας- σταθερότητας και αξιοπιστίας μπορεί να επιδειχθεί.

Τρίτον, η επίσημη εξαγγελία πλεονάσματος δημιούργησε προσδοκίες δύσκολα διαχειρίσιμες. Εδώ βρίσκονται τα σοβαρά του ζητήματος, καθώς εισερχόμαστε στην περιοχή του ζόφου που έχουν προκαλέσει σε ευρέα στρώματα τα Μνημόνια. Οι περισσότεροι Έλληνες σήμερα, ακούγοντας για «πλεόνασμα», υπό το κράτος της προσωπικής τους αγωνίας, ξέρετε τι ακούνε; «(Κάποια) Λεφτά υπάρχουν!».

Συνέχεια αυτής της σκέψης αποτελεί η επόμενη : «Εγώ, τι θα πάρω από το πλεόνασμα;». Και επειδή έγιναν κουβέντες για τη διανομή του, ήδη κυκλοφορεί και σταδιακά θα διογκώνεται περισσότερο στην κοινωνία το ερώτημα «Εγώ, γιατί δεν πήρα από το πλεόνασμα;». Δεδομένου ότι τουλάχιστον από τις δημόσιες τοποθετήσεις του οικονομικού επιτελείου προδιαγράφεται ότι η λιτότητα μάλλον θα εντείνεται, η διάψευση της προσδοκίας θα δηλητηριάζει έτι περισσότερο την συλλογική ψυχολογία.

Τέταρτον, είναι γνωστό ότι η κυβέρνηση ασκεί, με στενά περιθώρια αυτονομίας, πολιτική κατ’ αρχήν ικανοποίησης των δεσμεύσεων που απορρέουν από το χρέος. Βρίσκεται λοιπόν διαρκώς υπό την πίεση να παρουσιάσει την αποτελεσματικότητα των οικονομικοπολιτικών της χειρισμών.

Εάν το πρωτογενές πλεόνασμα συνιστά κατ’ εξοχήν λογιστικό μέγεθος, η εξαγγελία όφειλε να γίνει ακροθιγώς, ένα αισιόδοξο νεύμα προς το εσωτερικό και το εξωτερικό και όχι με, περίπου, τυμπανοκρουσίες.

Εάν ταυτόχρονα με το πρωτογενές πλεόνασμα υπάρχει και πραγματικό ταμειακό απόθεμα, με το οποίο η κυβέρνηση έχει την ευχέρεια να προβεί σε παροχές, κατά πρώτον πρέπει να διασφαλίσει ότι δεν θα εμφανιστούν αμέσως οι δανειστές μπροστά της και θα το απαιτήσουν – ό,τι αντίστοιχα προωθείται με την κατάσχεση καταθέσεων σε οφειλέτες του δημοσίου.

Κατόπιν, μπορεί να ξεκινήσει, αθόρυβα, επιλέγοντας μια ευρέως πληγείσα κοινωνική ομάδα ή μια κοινωνική λειτουργία και να κατευθύνει εκεί τους όποιους διαθέσιμους πόρους. Άμεσο επίδομα στους πολυτέκνους ή αύξηση κατά ένα μικροποσό των χαμηλών συντάξεων ή ελάφρυνση του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης εν όψει του επερχόμενου χειμώνα.

Όλοι θα το καταλάβουν στην τσέπη τους και η εκφρασθείσα κυβερνητική αισιοδοξία θα μετατραπεί σε κοινωνική αισιοδοξία. Αλλιώς το πλεόνασμα θα γίνει πολιτικά συνώνυμο του μπούμερανγκ. Και η συζήτηση για επαναπατρισμό ψηφοφόρων μπορεί να συνεχίζεται.

Προφήτης
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Print Friendly and PDF